ακιβδήλευτος

ακιβδήλευτος
ἀκιβδήλευτος, -ον (Α) [κιβδηλεύω]
άδολος, έντιμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκιβδήλευτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιβδήλευτον — ἀκιβδήλευτος masc/fem acc sg ἀκιβδήλευτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιβδηλεύτου — ἀκιβδήλευτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιβδηλεύτῳ — ἀκιβδήλευτος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιβδήλευτα — ἀκιβδήλευτος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακίβδηλος — ακίβδηλος, η, ο και ακιβδήλευτος, η, ο 1. (για νομίσματα), ανόθευτος, γνήσιος: Το νόμισμα αυτό είναι ακίβδηλο. 2. μτφ., ειλικρινής, απονήρευτος: Είχε πάντα χαρακτήρα ακίβδηλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”